- περιημεκτώ
- -έω, Αδυσφορώ, αγανακτώ πάρα πολύ.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. θυμίζει ως προς τη σημ. του το ἀγανακτῶ και ως προς τη μορφή του το πλεονεκτῶ. Πρόκειται πιθ. για εκφραστικό παράγωγο ενός αμάρτυρου ρ. *περι-εμέω (< περι- με επιτατική σημ. + ἐμέω «κάνω εμετό») με έκταση τού -ε- σε -η- λόγω συνθέσεως (πρβλ. ευ-ήμετος). Το απλό ρ. ἠμεκτῶ έχει σχηματιστεί δευτερογενώς κατ' αποκοπήν από το σύνθ. περιημεκτῶ].
Dictionary of Greek. 2013.